- θεόστραβος
- -η, -ο1. εντελώς τυφλός, εντελώς στραβός2. εντελώς στρεβλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεόστραβος — η, ο επίρρ. α 1. εντελώς τυφλός: Πρόσεχε πού πατάς θεόστραβε! 2. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται κάτι ολοφάνερο: Δε βλέπει ο θεόστραβος ότι η γυναίκα αυτή τον αγαπάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεότυφλος — η, ο ο εντελώς τυφλός, ο θεόστραβος … Dictionary of Greek
ολότυφλος — η, ο (Μ ὁλότυφλος, ον) αυτός που δεν βλέπει καθόλου, εντελώς τυφλός, θεόστραβος … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
θεότυφλος — η, ο θεόστραβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)